Η γέννηση της Ευτυχίας
Αυτή είναι η ιστορία της γέννησης της Ευτυχίας. Χωρίς φιοριτούρες και υπεκφυγές. Έχω έναν μικρό φόβο ότι μπορεί να τρομάξει περισσότερο παρά να εμπνεύσει (γι αυτό ίσως και ανέβαλα να τη γράψω) αλλά πιστεύω αξίζει το ρίσκο. Είναι μια ιστορία μακρού τοκετού, που αν και δεν είναι εξαίρεση, δεν είναι κάτι τελείως ασυνήθιστο για μία πρωτοτόκο. Κάθε εμπειρία όμως είναι μοναδική ανάλογα με τη “μύηση” που χρειάζεται η κάθε γυναίκα. Για μένα άξιζε κάθε στιγμή – ήταν τρεις μέρες ανεκτίμητης θεραπείας στις οποίες έλυνα ένα ένα τα μπλοκαρίσματά μου (με κυριώτερο ίσως το ότι είχα γεννηθεί με καισαρική – δεν ήταν εγγεγραμμένος στο σώμα μου ο φυσικός τοκετός) και άνοιγα λίγο λίγο, μαζί και την καρδιά μου.
Πριν ένα χρόνο και δύο εβδομάδες λοιπόν, δεν είχα ιδέα τι με περιμένει όσα βιβλία κι αν είχα διαβάσει, όσες ταινίες κι αν είχα δει, όσο κι αν νόμιζα ότι είχα “προετοιμαστεί”. Είχα πολύ άγχος αλλά και ένα συνδυασμό αγωνίας κι ενθουσιασμού. Όλα άρχιζαν με τον τοκετό και τελείωναν στη γέννα. Το μετά δεν με απασχολούσε καθόλου όσο κι αν επέμενε η Έλντα “ο τοκετός θα περάσει, το μετά είναι το σημαντικό…”. Ήμουν σίγουρη πως αν τα κατάφερνα (μέχρι τελευταία στιγμή είχα αμφιβολίες), τα υπόλοιπα θα ήταν παιχνιδάκι. Και όντως έτσι ήταν στην περίπτωσή μου – ζόρικος μεν ο τοκετός, αλλά μετά ήταν σαν η Ευτυχία κι εγώ να γνωριζόμασταν από πάντα.
Ημέρα 1η – Τρίτη
Η “τελική ημερομηνία” σύμφωνα με τον γιατρό, ήταν 16 Σεπτεμβρίου. Η Ευτυχία όμως είχε άλλη γνώμη. Γεννήθηκε τελικά στις 24 – στις 41 εβδομάδες βάσει της τελευταίας περιόδου. Είχα αρχίσει να νοιώθω ανώδυνες συσπασούλες τις τελευταίες δέκα ημέρες αλλά οι πρώτες σχετικά πιο κανονικές συσπάσεις ξεκίνησαν νωρίς το πρωί της Τρίτης, 21 Σεπτεμβρίου. Ο Μύρωνας αποφάσισε να μην πάει δουλειά “και βλέπουμε”. Κάναμε ωραίο έρωτα που φαίνεται ότι πυρόδότησε λίγο τον τοκετό (άρχισα να έχω συσπάσεις κάθε 10-15 λεπτά) και ειδοποίησα την Έλντα. Γνωρίζοντας τη συνέχεια, η αντίδρασή μου εκείνο το πρωινό μου φαίνεται αστεία και αθώα: είχα ένα τεράστιο χαμόγελο και κάθε φορά που ένοιωθα μια σύσπαση σηκωνόμουν κι έκανα με τον Μύρωνα τα διάφορα χορευτικά που μας είχαν δείξει η Έλντα (μαία) και η Γαία (βοηθός μητρότητας – doula). Κάποια στιγμή αποθρασσύνθηκα και ξεστόμισα “αν είναι έτσι, μια χαρά, τό χω!”
Το μεσημέρι φάγαμε κανονικά. Κάπου εκείνη την ώρα έφτασε η μητέρα μου κατασυγκινημένη. Μου είχε εκφράσει την επιθυμία να είναι μαζί μας, το επανέλαβε κι εκείνη την ώρα αλλά δεν μου έβγαινε. Το έδειξε ξεκάθαρα και το σώμα μου: κατά την επίσκεψή της, πριν και μετά, είχα ελάχιστες ίσως και καθόλου συσπάσεις, σα να είχα σταματήσει τη διαδικασία. Και όσο ήταν εκεί νοιώθαμε με τον Μύρωνα αποσυντονισμένοι, είχαμε ανάγκη να είμαστε μόνοι μας. Αφού έφυγε διάβασα την τελευταία σελίδα της Αυτοβιογραφίας ενός Γιόγκι (!?) και έπεσα λίγο να κοιμηθώ για να πάρω όση ενέργεια μπορούσα (όπως φάνηκε θα τη χρειαζόμουν). Ενημερώσαμε κάποιους αγαπημένους φίλους ότι “ξεκινάμε” για να μας σκέφτονται και να μας στέλνουν θετική ενέργεια. Στο μεταξύ είχα μιλήσει και με την Έλντα και αποφασίσαμε να έρθει πιο αργά.
Το βραδάκι ξαφνικά οι συσπάσεις έγιναν πολύ πιο έντονες και πιο συχνές. Ο Μύρωνας ετοίμαζε την πισίνα στο σαλόνι και παράλληλα προσπαθούσε να είναι δίπλα μου. Η ορμή της αίσθησης με τρόμαξε, ήθελα να ξεφύγω, νομίζω δεν περίμενα τέτοια ένταση και πανικοβλήθηκα. Από την άλλη, σκεφτόμουν (ακόμα μπορούσα να σκέφτομαι…) ότι για να είναι τόσο δυνατό, η γέννα δεν μπορεί, θα πλησιάζει. Η ιδέα ότι θα συνέχιζε έτσι μέχρι την επόμενη μέρα δεν χωρούσε στο μυαλό μου. Όταν έφτασε η Έλντα μας βρήκε σε αυτή την αναστάτωση. Εγώ ήμουν ήδη μέσα στην πισίνα, νομίζωντας ότι θα γεννήσω από στιγμή σε στιγμή και ο Μύρωνας ανακουφίστηκε πολύ που την είδε. Η παρουσία της έβαλε τα πράγματα σε κάποια τάξη. Λίγο αργότερα ήρθε και η Γαία και συμπληρώθηκε η “μαγική ομάδα”.
Η πρώτη εξέταση της Έλντας ήταν αποκαρδιωτική – δεν είχα καθόλου διαστολή (είπε βέβαια πως είχα 1 – 2 εκ. για να μη με αποθαρρύνει τελείως). Μου ζήτησε να χαλαρώσω και να προσπαθήσω να κοιμηθώ. Δεν τα κατάφερα πολύ καλά – δεν κοιμήθηκα καθόλου. Συνέχισα να έχω πολύ δυνατές συσπάσεις οι οποίες εντείνονταν από τον φόβο και την αντίστασή μου. Ήθελα κάποιος να το πάρει επειγόντως από πάνω μου… Εκείνη τη νύχτα έγινε και το “συμβούλιο”. Η Έλντα και η Γαία μίλησαν με τον Μύρωνα και ύστερα ήρθαν σε μένα: “Δεν υπάρχει διαστολή… θα πάρει μέρες… έχετε επιλογές (δηλ. νοσοκομείο), πιστεύουμε ότι μπορείς να γεννήσεις μια χαρά εδώ… θέλει υπομονή…” Απογοητεύτηκα. Δεν ήξερα αν μπορούσα να αντέξω.
Ημέρα 2η – Τετάρτη
Το πρωί της Τετάρτης, κι ενώ οι συσπάσεις συνεχίζονταν με την ίδια ένταση, η Γαία μας έκανε με τον Μύρωνα μία πολύ ωραία χαλάρωση και καταφέραμε να κοιμηθούμε για μία – μιάμιση ώρα. Ξύπνησα από έντονες συσπάσεις πολύ φοβισμένη και ακόμα σε πανικό. Συζήτησα λίγο με τον Μύρωνα και του είπα “δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, ίσως να πάμε σε νοσοκομείο…”. Ύστερα το επανέλαβα στην Έλντα με μορφή ερώτησης όμως. “Δεν θέλω αμφιβολίες – ούτε για σένα, ούτε για μένα”. Η απάντησή της με ταρακούνησε. Δεν ξαναξόδεψα ενέργεια σε τέτοιες σκέψεις αν και μέχρι τελευταία στιγμή δεν ήμουν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνα. Ευτυχώς δεν είχα επιλογή…
Η Γαία από εκείνο το πρωί ξεκίνησε τα “μαγικά” της, αυτά που με ξεμπλόκαραν τελικά. Με σήκωσε με το ζόρι για να κινηθώ, να χορέψω, να χαλαρώσω. Κάποια στιγμή μου είπε “Συγχώρεσε όσους ήταν στη δική σου γέννα, δεν ήξεραν…” Έβαλα κάτι κλάμματα… Δεν ήξερα από που βγήκαν, δεν είχα ιδέα ότι είχα τέτοιο τραύμα. Σκεφτόμουν “τι μου έκαναν, τι μου έκαναν…” και ύστερα έλεγα “φως στη μαμά, φως στον μπαμπά, φως στον γιατρό…”. Όλες αυτές τις πρώτες ώρες, ο πόνος με είχε απορροφήσει τόσο που δεν είχα καμία επαφή με το μωρό (δεν άγγιζα καν την κοιλιά μου) – ήθελα απλά να περάσει. Η Γαία το είδε αυτό. Είπε “Ντύσου, πάμε μια βόλτα”. “Μα γεννάω…”. “Δεν γεννάς ακόμα, πάμε”. Μου φαινόταν μια τρέλα αλλά όντως βγήκαμε και πήγαμε στη Ρεματιά.
Εκεί μου έκανε την ερώτηση “Τι φοβάσαι;”. “Να πω ειλικρινά;” (ούτε στον εαυτό μου δεν τολμούσα να το ομολογήσω). “Φυσικά”. “Φοβάμαι ότι θα πεθάνω”. Ο Μύρωνας πετάχτηκε “Τι λές…”. “Όχι άστην. Είναι απόλυτα φυσιολογικό”. Και ύστερα είπα “Δεν μπορώ να φανταστώ να βγαίνει το μωρό από μέσα μου…”, “Είναι οκ…”. Και μόνο το ότι εξέφραζα τους φόβους μου χωρίς φόβο απόρριψης, τους απομάκρυνε λίγο λίγο. Στο μεταξύ σε κάθε σύσπαση (κάθε 3 – 5 λεπτά) κρεμιόμουν από τα δεντράκια! Κάπου εκεί, στο τελευταίο δέντρο, συνέβη κάτι περίεργο που μου έδωσε πολλή δύναμη. Πέρνουσε μια κοπέλα με ένα αγοράκι. Ο Μύρωνας μπήκε αυτομάτως μπροστά να με προστατέψει από ένα πιθανώς αδιάκριτο βλέμμα. Πετάχτηκε η Γαία και λέει “Α! η Νατάσσα! Γέννησε σπίτι πριν χρόνια στο Κιάτο”. Τη φώναξε κοντά μας. Η Νατάσα μου χαμογελούσε γλυκά, με ένα βλέμμα δέους και κατανόησης σα να λέει “ξέρω / όλα θα πάνε καλά / τι υπέροχο είναι αυτό που κάνεις”. Παράλληλα, ενώ εγώ κρεμιόμουν από το δέντρο (“με συγχωρείτε μισο λεπτό…”!), εξηγούσε στον επτάχρονο Ιάσωνα ότι γεννάω και πως έτσι γεννήθηκε και ο ίδιος. Όλο αυτό μου έδωσε μια άλλη προοπτική έστω και στιγμιαία.
Όταν γυρίσαμε σπίτι κάναμε οραματισμό για να συνδεθώ ξανά με τη μικρή και να της δείξω τον δρόμο. Της μιλούσα, της έλεγα πώς θέλω να κατέβει, ότι την αγαπάμε, άρχισα επιτέλους να χαϊδεύω την κοιλιά μου, να θυμάμαι και να συνειδητοποιώ γιατί τελικά το ζούσαμε όλο αυτό. Ο Μύρωνας ήταν εκεί, να με υποστηρίζει και να με ενθαρρύνει καταπληκτικά “άλλη μια αναπνοή, κυματάκι, πάμε μαζί…” Κι εγώ κάθε φορά σηκωνόμουν και κρεμιόμουν από πάνω του.
Στην επόμενη εξέταση της Έλντας, η πρόοδος ήταν ελάχιστη (μόλις 2 – 3 εκ.) αλλά το μωρό είχε έρθει σε πολύ καλή θέση. Είπε ότι όταν φτάσω στα 5 εκ. θα γεννήσω αλλά δεν την πολυπίστεψα. Μέσα μου έλεγα αν είναι έτσι στα 2-3, πώς θα είναι στα 10 εκ.; (και πότε θα φτάσουμε στα 10 με αυτούς τους ρυθμούς;;;). Δεν είχα όμως την “πολυτέλεια” να σπαταλάω παραπάνω ενέργεια σε τέτοιες σκέψεις. Η ιδέα και μόνο της προοπτικής του νοσοκομείου με φρίκαρε. Κάποια στιγμή συνειδητά άφησα με απόλυτη εμπιστοσύνη την πιθανότητα μιας τέτοιας απόφασης στην ομάδα που είχα επιλέξει. Ώστε εγώ να επικεντρωθώ σε αυτό που είχα να κάνω – να αναπνέω, μία μία αναπνοή.
Ημέρα 3η – Πέμπτη
Δεν θυμάμαι πώς πέρασαν οι ώρες, πότε πέρασε η νύχτα, ήρθε η μέρα και τι γινόταν όλη την Πέμπτη (έχω μόνο καθαρές εικόνες και συναισθήματα). Σίγουρα δεν κοιμήθηκα και δεν έφαγα. Θυμάμαι να είμαι παρούσα (ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου!) στο εδώ και το τώρα, κάθε στιγμή. Είχα αρχίσει να κουράζομαι και πολλές φορές ανάμεσα στα “κύματα”, κοιμόμουν. Τα “κύματα” τα περνούσα βγάζοντας ήχους (ήμουν μάλλον αρκετά φωνακλού όπως θα διαπίστωνε και η από πάνω μας!), πάντα στο κρεβάτι στα τέσσερα ή όρθια κρεμασμένη από τον Μύρωνα. Η Γαία και η Έλντα με έτριβαν, με κρατούσαν ζεστή, με κατηύθυναν ώστε να μην μπλοκάρω τη φωνή μου – να βγαίνει από βαθιά και χαμηλά. Είχα αρκετό μπλοκάρισμα στο λαιμό. Μου πήρε πολύ για να το βρω.
Ξαναμπήκα μια – δυο φορές στην πισίνα για να περάσω κάποια από τα κύματα πιο χαλαρά. Κάθισα και στην μπανιέρα με ζεματιστό νερό για να ξεκουραστώ με τον Μύρωνα πάντα δίπλα μου. Δύο φορές με την παρότρυνση της Γαίας προσπαθήσαμε να κάνουμε έρωτα για να προχωρήσει κι άλλο ο τοκετός. Μόνο η πρώτη ήταν επιτυχημένη. Θυμάμαι να θέλω πολλή ησυχία, ο παραμικρός θόρυβος με ενοχλούσε, ήθελα απλά να είμαι συγκεντρωμένη στο τι συνέβαινε. Άκουγα που συζητούσαν και γελούσαν – μάλιστα σκεφτόμουν και αστεία που θα μπορούσα να τους πω – αλλά ήταν αδύνατο να βγω από τη διάσταση στην οποία είχα μπει…
Το βράδυ της Πέμπτης ήμουν πιο ήρεμη, πιο παραδομένη και ταπεινή. Ύστερα από προτροπή της Έλντας, δοκίμασα να κρατήσω δυνάμεις και να μη φωνάζω τόσο. Επίσης να οραματίζομαι περισσότερο τον τράχηλο να ανοίγει και την Ευτυχία να έρχεται. Κάποια στιγμή κατά τη μιάμιση έσπασαν τα νερά (εκτοξεύτηκαν για την ακρίβεια). Εκεί άρχισε η αντίστροφή μέτρηση αν και δεν το ήξερα ακόμη. Η νύχτα πάλι πέρασε μία μία αναπνοή, ένα ένα κύμα.
Ημέρα 4η – Παρασκευή
Το πρωί της Παρασκευής είχα πια εξαντληθεί και οι πόνοι είχαν γίνει πάρα πολύ έντονοι. Είπα στην Έλντα ότι ένοιωθα σα να με σκίζουν στα δύο, ότι θα σπάσω (αργότερα διάβασα ότι αυτό το συναίσθημα είναι χαρακτηριστικό σε κάποιες γυναίκες λίγο πριν γεννήσουν). Μπήκα στην πισίνα για να χαλαρώσω και συνέχισα τις αθόρυβες αναπνοές μου σε κάθε κύμα. Ενδιάμεσα έπεφτα ξερή, μέχρι και όνειρα έβλεπα κανονικά. Ακούγαμε τακτικά την καρδιά του μωρού και ήμουν ήσυχη ότι ήταν καλά. Από την άλλη ένοιωθα μπλοκαρισμένη και πίστευα ότι πρακτικά δεν γίνεται να γεννήσω με τόσο μικρή διαστολή (είχα φτάσει αισίως τα 4,5-5 εκ.). Το “ευτύχημα” ήταν ότι δεν άντεχα άλλη μια μέρα, ούτε μισή… Μπήκα πάλι στο νερό και αυτή τη φορά ξαναξεκίνησα τις δικές μου φωνές όπως μου έβγαιναν. Και ρώτησα την Έλντα “Γίνεται να γεννήσω με 5 εκ. διαστολή;”. “Το μωρό σου είναι πολύ χαμηλά, εσύ το κρατάς, ο τράχηλος είναι μόνο ένα κομματάκι κρέας, θα ανοίξει”.
Εκεί πήρα την απόφαση να παραδοθώ επιτέλους, να σταματήσω να αντιστέκομαι, να εμπιστευτώ… Σε μισή ώρα από εκείνη τη στιγμή θα είχα γεννήσει. Ήμουν μέσα στην πισίνα, στα τέσσερα. Οι επόμενες συσπάσεις συνοδεύονταν από κραυγές της γυναίκας-ζώου που είχα μέσα μου (της “λέαινας” που λέει και η Γαία). Ένοιωθα την Ευτυχία πολύ χαμηλά και ότι με τις κραυγές κατέβαινε κι άλλο. Κάθε φορά περίμενα ότι θα τη νοιώσω με τα δάχτυλά μου και ρωτούσα γιατί δεν έρχεται. Η Γαία ήταν υπέροχη – με ηρεμούσε με τα σωστά λόγια τη σωστή στιγμή όπως πάντα. “Τα πας υπέροχα, θέλει το χρόνο του, σκέψου πόσο καλό κάνεις τώρα στο μωρό σου με αυτό το μασάζ”. Συνέχισα τις κραυγές. Ήμουν στα όρια μου – δεν ήθελα άλλο χρόνο. Το είχα πια πιστέψει και μιλούσα και στην Ευτυχία συνέχεια. Την παρακαλούσα να σπρώξει κι αυτή, να ανοίξει τα υπόλοιπα 5 εκ. που υπολείπονταν.
Όντως σε μία από τις επόμενες ζωώδεις μου κραυγές, ένοιωσα το κάψιμο και το κεφαλάκι της με άνοιξε. Καταχάρηκα, πήρα θάρρος, δεν υπήρχε πια γυρισμός! Στην επόμενη κραυγή, βγήκε το κεφάλι – τι υπέροχη, υπέροχη αίσθηση! Εκεί δεν πονούσα καθόλου πια. Ρώτησα “βγήκε;” Η Έλντα δεν το πίστευε. Όταν την είδαν άρχισαν να χοροπηδάνε και οι τρεις και να γελάνε. Κι εγώ μαζί. Ήρθε η Γαία από μπροστά μου – γελούσαμε! Είπαν στον Μύρωνα “Πιάσε το κεφάλι”. Είχε βάλει τα χέρια του και γελούσε/έκλαιγε από χαρά. Στην επόμενη σύσπαση γλίστρησε όλη στα χέρια του. Αυτή η αίσθηση όταν βγήκε είναι μοναδική. Γύρισα να τη δω και όπως γυρνούσα, το πόδι μου έκοψε τον ομφάλιο λώρο.
Μου την έδωσε ο Μύρωνας στην αγκαλιά μου. Είχε ένα καταπληκτικό βλέμα απορίας και περιέργειας. Κοιταζόμασταν στα μάτια, ερωτευμένες. Ο Μύρωνας δίπλα μας έκλαιγε. Ύστερα από λίγο βγήκαμε από την πισίνα, με ξάπλωσαν στον καναπέ και την έβαλαν πάνω στην κοιλιά μου χαμηλά ώστε να συρθεί μόνη της στο στήθος. Έτσι κι έκανε (τι ένστικτο!). Όσο θήλαζε για πρώτη φορά, η Έλντα τραβούσε σιγά σιγά τον πλακούντα. Δεν είχα σκιστεί καθόλου. Εγώ δε σταματούσα να λέω ευχαριστώ και να γελάω. Ήταν σα να μην είχαν περάσει τρεις μέρες εξάντλησης, νηστείας, αϋπνίας… Δεν ένοιωθα καμία κούραση και κανέναν πόνο πια (για την ακρίβεια σχεδόν δεν κοιμήθηκα από τον ενθουσιασμό τις επόμενες δύο μέρες!).
Την ώρα ακριβώς που γεννήθηκε η Ευτυχία, στις 2.30 μ.μ., ξεκίνησε μία μπόρα που κράτησε μισή ώρα. Είχε γεννηθεί μετά την Πανσέληνο, στην φθινοπωρινή ισημερία.
Υ.Γ.: Φυσικά, παρότι τεράστια, αυτή δεν είναι όλη η ιστορία της Ευτυχίας. Μόνο ότι μπορεί να αναλυθεί με τον λόγο, δηλ. το μυαλό. Αυτό όμως μόνο μπορώ να μεταφέρω εδώ. Ακόμα κι έτσι πάντως λείπει η φωνή του πατέρα – ελπίζω να πείσω τον Μύρωνα να γράψει και τη δική του πλευρά κάποια στιγμή.